Κοινή παραδοχή στις μέρες μας είναι ότι ο τρόπος που φερόμαστε αλλά και σκεφτόμαστε για τους άλλους, είναι αποτέλεσμα δικών μας ασυνείδητων διεργασιών.  Ο κύριος άξονας της προσωπικότητας του ατόμου χτίζεται γύρω από την εικόνα του εαυτού, το νόημα που δίνει στο κόσμο, τον τρόπο που σχετίζεται με τους άλλους , αλλά και τον τρόπο που επιλέγει να επιλύσει τα προβλήματα που έρχεται αντιμέτωπος μέσα από το κοινωνικό του περιβάλλον. Πως επηρεάζουν όμως πρώιμες αλληλεπιδράσεις, τραυματικές εμπειρίες και παιδικές προσκολλήσεις;

Καταρχάς, κρίνεται απαραίτητος ένας σύντομος ορισμός για την έννοια του ασυνείδητου. Με την έννοια του ασυνείδητου αναφερόμαστε στις μη συνειδητές (αντιληπτές άμεσα) διεργασίες (συμπεριφορές, σκέψεις). Σε αυτοματοποιημένες πράξεις δηλαδή, που κάνουμε σε συχνή καθημερινή βάση, χωρίς να συνειδητοποιούμε τον μηχανισμό τους. Στην ίδια τροχιά κινούνται και τα ασυνείδητα αισθήματα, όπου αναδύονται λόγω διαφόρων εξωτερικών ερεθισμάτων χωρίς πάντα να αντικατοπτρίζουν άμεσα την συναισθηματική κατάσταση της εκείνης στιγμής.

Είναι πολλές οι φορές που παρερμηνεύουμε πράγματα ,συμπεριφορές, καταστάσεις, πληγωνόμαστε από αυτές και εν τέλει αποδεικνύεται ότι ήταν αποτέλεσμα δικών μας παρερμηνειών και σκέψεων.

Το μυαλό έχει την ικανότητα του καθρέφτη/ της προβολής, φέρνει δηλαδή στην επιφάνεια παλιές εμπειρίες /συναισθήματα που ασυνείδητα συνδέει με γεγονότα/ καταστάσεις της παρούσα στιγμής, χωρίς όμως άμεσα και λογικά να έχουν κάποια σχέση. Το σύνηθες αίτιο αυτού είναι δυνατές συνδέσεις που έχουν δημιουργηθεί στον εγκέφαλο λόγω έντονων γεγονότων (συνήθως τραυματικών εμπειριών) σε πρώιμες ηλικίες. Με λίγα λόγια, κάτι που φαινομενικά μπορεί να μοιάζει όμοιο (αισθητηριακά) με μία παλιά τραυματική εμπειρία, αναδίδει ασυνείδητα ίδια συναισθήματα και αντιδράσεις. Αίτια δηλαδή που δεν μπορούν να ανιχνευτούν συνειδητά, αλλά επηρεάζουν την ζωή του ατόμου στο έπακρο. Είναι εκεί κρυμμένα και ένα γενεσιουργό αίτιο είναι δυνατό να τα πυροδοτήσει.

Δεκαετίες πριν βλέπουμε τη πρώτη βασική θεωρία πάνω στο θέμα του δεσμού να εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ΄70,  από το Bowlby όπου συνέλαβε τη θεώρηση των ειδών προσκόλλησης. Πιο συγκεκριμένα, την ανάγκη του βρέφους για ανάπτυξη ενός σταθερού δεσμού ως βάση ασφάλειας για εξερεύνηση του κόσμου και την καθοριστική επιρροή αυτής, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Υποστήριξε ότι ο τύπος δεσμού που αποκτούσε το βρέφος με τη μητέρα (φροντιστή), ήταν βασική για την πορεία υγιούς ή δύσκολης ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του. Ειδικότερα, η θεώρηση του βασίστηκε στην άποψη ότι το είδος δεσμού που αποκτάει το άτομο στη παιδική ηλικία επηρεάζει τον τρόπο αντίδρασής σε διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και την ποιότητα, εγγύτητα και τη χρονική διάρκεια στις μετέπειτα διαπροσωπικές του σχέσεις.

Με βάση το είδος δεσμού που έχει αναπτύξει το άτομο μεγαλώνοντας, έχει δημιουργήσει γνωστικά σχήματα, τα οποία καθρεφτίζουν την αντίληψη για τον εαυτό και για τον κόσμο γύρο του.

Έρευνες πάνω σε αυτό το κομμάτι έχουν αναδείξει πέντε βασικές κατηγορίες δυσλειτουργικών σχημάτων. Η ελλιπής σύνδεση και η απορριπτική συμπεριφορά, συνδέεται με γονείς χωρίς συναισθηματική ανταπόκριση και απόρριψης προς αυτά. Η έλλειψη αυτοτέλειας και επίδοσης, είναι  αποτέλεσμα υπερπροστατευτικών γονέων με έντονο έλεγχο στη ζωή των παιδιών. Από την άλλη τα περιορισμένα όρια, που χαρακτηρίζονται από γονείς αδιάφορους χωρίς επιβολή κανόνων και ορίων. Η εξιδανίκευση των άλλων που δημιουργείται από οικογένειες που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις απόψεις των γύρων τους και όχι στο ίδιο το παιδί. Και τέλος, γονεϊκά χαρακτηριστικά καταναγκασμού και αυστηρού ελέγχου συμβάλουν σε υπερεπαγρύπνηση – δισταγμό.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών βέβαια έρχονται να εμφανιστούν στο πολύ αργότερο μέλλον και στις σχέσεις που δημιουργεί το άτομο με τους άλλους. Παραδείγματος χάριν, έχει διαπιστωθεί ότι άτομα με ασφαλή δεσμό έχουν μεγαλύτερο βαθμό αυτοπεποίθησης, ικανοποίησης και μεγαλύτερο δείκτη θετικών συναισθημάτων, σε σύγκριση με άτομα μη ασφαλών δεσμών. Παιδία που βίωσαν αυστηρό έλεγχο, εγκατάλειψη και γενική αποστέρηση από την αγάπη, τείνουν να επαναλαμβάνουν ένα ανασφαλή μοτίβο και στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους, ως προς τις διαπροσωπικές τους σχέσεις γενικότερα.

Έρευνες πάνω σε πιο ακραίες περιπτώσεις έχουν δείξει ότι εμμονική τύποι δεσμού εμφανίζουν τεράστια ποσοστά διπολικών διαταραχών και ανασφαλείς τύποι δεσμού έχουν υψηλά επίπεδα δείκτη σε κατάθλιψη, άγχος, στρες, αμφιθυμία, ψυχοσωματικές ασθένειες κ.α.

Αν και φαντάζουν ακραίες αυτές οι περιπτώσεις εμφανίζονται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στο γενικό πληθυσμό από ότι νομίζουμε.

Τελικά ποια είναι τα άλλοθι που ψάχνουμε για να δικαιολογήσουμε μια κατάσταση ή μια συμπεριφορά; Μήπως αυτά που επικοινωνούμε στους άλλους είναι συχνά προβολές δικών μας εμπειριών;

Μήπως ο ενήλικας που βλέπουμε σήμερα είναι απλά το πληγωμένο παιδί του τότε;

 

Αξίζει να σημειώσουμε οτι η επιστήμη της Νευροψυχολογίας έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες μελέτες πάνω στη κατανόηση της συναισθηματικής και συμπεριφοριστίκης  ανάπτυξης  του ατόμου, όπου έχει ανακαλύψει τα πρώτα σημάδια αποτύπωσης αυτών να βρίσκονται στην εμβρυακή ακόμα ηλικία. Παρόλα αυτά, η θεωρία προσκόλλησης του βρέφους θεωρείτε μέτρο αξιολογήσεις μέχρι και σήμερα.